ὀφίουρος

ὀφίουρος
ὀφί-ουρος, schlangenschwänzig

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀφίουρος — serpent tailed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφίουρος — η, ο (Α ὀφίουρος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οφίουρος ζωολ. μία από τις δύο τάξεις τών οφιουροειδών αρχ. (για ένα αιθιοπικό πτηνό) αυτός που έχει ουρά φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + ουρος (< οὐρά)] …   Dictionary of Greek

  • οφιουρά — η ο οφίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όφις, ιος + ουρά] …   Dictionary of Greek

  • όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”